Διαχωριστική εγκυρότητα
Η διαχωριστική εγκυρότητα αναφέρεται στην ικανότητα ενός μέτρου να διακρίνει μεταξύ διαφορετικών έννοιων ή μεταβλητών. Συνήθως χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των στατιστικών αναλύσεων για να εξετάσει το πόσο ξεχωριστά μετρικά είναι σχετικά μεταξύ τους.
Για παράδειγμα, αν μια έρευνα χρησιμοποιεί διαφορετικές κλίμακες για να μετρήσει το άγχος και την ευτυχία, η διαχωριστική εγκυρότητα θα εξετάσει αν τα δύο μετρικά πραγματικά μετρούν διακριτές έννοιες ή αν υπάρχει σύγχυση ανάμεσά τους.
Ένας τρόπος για να εξεταστεί η διαχωριστική εγκυρότητα είναι μέσω της ανάλυσης των συσχετίσεων μεταξύ των μετρικών. Αν οι συσχετίσεις είναι χαμηλές, τότε υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ότι τα μετρικά είναι διακριτά και όχι αλληλένδετα.
Παράδειγμα:
Ένας ερευνητής εξετάζει τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης αλκοόλ και της σωματικής υγείας. Αν τα μετρικά που χρησιμοποιούνται για την αλκοόλ καταναλώνουνται με αυτοαναφορικές ερωτήσεις, τότε η διαχωριστική εγκυρότητα θα εξετάσει αν αυτά τα μετρικά πραγματικά μετρούν την κατανάλωση αλκοόλ ή αν υπάρχει σύγχυση με άλλες συμπεριφορές, όπως η κατανάλωση νερού.
Συμπεράσματα:
Η διαχωριστική εγκυρότητα είναι σημαντική για την αξιοπιστία των μετρήσεων σε μια έρευνα. Εξασφαλίζει ότι τα μετρικά πραγματικά αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές έννοιες που προσπαθούν να μετρήσουν, χωρίς σύγχυση ή επικάλυψη.
Πηγή:
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαχωριστική εγκυρότητα, επισκεφθείτε τον σύνδεσμο στη Wikipedia: